Κλάρενς

Κλάρενς
(Clarens). Ονομασία δύο νησιών. 1. Νησί της Χιλής, μεταξύ Ειρηνικού και Ατλαντικού, στο αρχιπέλαγος της Γης του Πυρός. 2. Νησί του Ατλαντικού, στο αρχιπέλαγος των νότιων Σέτλαντ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Βον, Βίκτορ Κλάρενς — (Victor Clarence Vaughan, Μάουντ Έρι, Ράντολφ, Μισούρι 1851 – Ρίτσμοντ 1929). Αμερικανός φαρμακολόγος και παθολόγος. Δίδαξε φυσιολογία και χημική παθολογία στο πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, όπου έγινε καθηγητής στην έδρα της υγιεινής και της χημικής …   Dictionary of Greek

  • Λιούις, Κλάρενς Ίρβινγκ — (Clarence Irving Lewis, Στόουνχαμ, Μασαχουσέτη 1883 – Κέιμπριτζ, Μασαχουσέτη 1964). Αμερικανός επιστημολόγος, φιλόσοφος και πανεπιστημιακός. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ το 1906 και το 1910 απέκτησε διδακτορικό τίτλο, εκπονώντας τη …   Dictionary of Greek

  • Βαλεντίνο, Ροδόλφο — (Rudolph Valentino, Τάρας, Ιταλία 1895 – Νέα Υόρκη 1926). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του ιταλικής καταγωγής Αμερικανού ηθοποιού του κινηματογράφου Ροντόλφο Τζουλιέλμι (Rodolfo Guglielmi). Μετανάστευσε το 1913 στις HΠΑ, όπου έκανε διάφορα επαγγέλματα… …   Dictionary of Greek

  • Γη του Πυρός — (ισπαν. Tierra del Fuego, Onasin στη διάλεκτο των ντόπιων ιθαγενών ‘Oνας). Αρχιπέλαγος (73.753 τ. χλμ.) της Νότιας Αμερικής, μεταξύ του Ειρηνικού ωκεανού στα Δ και του Ατλαντικού στα Α, το οποίο χωρίζεται από την ηπειρωτική ξηρά από το Στενό του… …   Dictionary of Greek

  • Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… …   Dictionary of Greek

  • Κρούγκερ, Στέφανους Γιοχάνες Πάουλους — (Stephanus Johannes Paulus Kruger, Κόλεσμπεργκ 1825 – Κλάρενς, Ελβετία 1904). Νοτιοαφρικανός πολιτικός. Σε νεαρή ηλικία συμμετείχε στην κίνηση Γκραντ Τρεκ, που οδήγησε στη δημιουργία των κρατών των Μπόερς· τα τελευταία βρίσκονταν σε καθεστώς… …   Dictionary of Greek

  • Μοσχονάς, Δημήτριος — (1839 – 1895). Αιγυπτιολόγος, λεξικογράφος και δημοσιογράφος. Καταγόταν από τη Λέρο και σε μικρή ηλικία εγκαταστάθηκε στην Αίγυπτο, όπου επιδόθηκε με ζήλο στη σπουδή των ιερογλυφικών. Διετέλεσε μέλος διαφόρων επιστημονικών σωματείων και το 1882,… …   Dictionary of Greek

  • Μπεσέ, Σίντνεϊ — (Sidney Bechet, Νέα Ορλεάνη 1879 – Παρίσι 1959). Αφροαμερικανός κλαρινετίστας, σαξοφωνίστας, συνθέτης τζαζ μουσικής. Η τεχνοτροπία του στο σοπράνο σαξόφωνο και το κλαρινέτο καθόρισαν τον ήχο των μεγάλων ορχηστρών στις οποίες συμμετείχε και έθεσε… …   Dictionary of Greek

  • Ντάργουιν — (Darwin). Πόλη (96.200 κάτ. το 2003) της βόρειας Αυστραλίας, πρωτεύουσα του Βόρειου Εδάφους (2.452 τ. χλμ., 327.700 κάτ. το 2003)· βρίσκεται απέναντι στο νησί Μέλβιλ, στον μυχό της Πορτ Ντάργουιν, στον πορθμό Κλάρενς (θάλασσα Τιμόρ). Ιδρύθηκε το… …   Dictionary of Greek

  • Σέτλαντ, Νότιες — (South Shetland Islands). Αρχιπέλαγος της Ανταρκτικής (4622 τ. χλμ.), στο νοτιοδυτικό τμήμα του Ατλαντικού ωκεανού. Τα νησιά έχουν διεύθυνση από ΝΔ προς ΒΑ, προχωρούν πάνω από 500 χλμ. μεταξύ Ανταρκτικής Χερσονήσου και Νότιας Αμερικής (Γη του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”